κεραμιδόχωμα

κεραμιδόχωμα
το гончарная глина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κεραμιδόχωμα" в других словарях:

  • κεραμιδόχωμα — το 1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία 2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανό χωμα, κουμαρό χωμα] …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδόχωμα — το, ατος χώμα κατάλληλο για κεραμίδια ή σκόνη τριμμένου κεραμιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεράμινος — η, ο (ΑΜ κεράμινος, ίνη, ον) [κέραμος] κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… …   Dictionary of Greek

  • κεραμίτις — η (Α κεραμῑτις, ιδος) [κέραμος] φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα αρχ. πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»